συναινεῖ

συναινεῖ
συναινέω
consent
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συναινέω
consent
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
συναινέω
consent
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συναινέω
consent
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • συγκάταινος — ον, Α [συγκαταινῶ] αυτός που συμφωνεί, που συναινεί …   Dictionary of Greek

  • συναινέτης — ὁ, Μ [συναινῶ] αυτός που συναινεί, που συμφωνεί …   Dictionary of Greek

  • σύναινος — ον, ΜΑ αυτός που συναινεί, σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ αινος] …   Dictionary of Greek

  • συναινετικός — ή, ό αυτός που συναινεί, που συμφωνεί: Συναινετικό διαζύγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”