μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
συγκάταινος — ον, Α [συγκαταινῶ] αυτός που συμφωνεί, που συναινεί … Dictionary of Greek
συναινέτης — ὁ, Μ [συναινῶ] αυτός που συναινεί, που συμφωνεί … Dictionary of Greek
σύναινος — ον, ΜΑ αυτός που συναινεί, σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ αινος] … Dictionary of Greek
συναινετικός — ή, ό αυτός που συναινεί, που συμφωνεί: Συναινετικό διαζύγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)